- ὀκτάξεστος
- ὀκτά-ξεστος, ον,A containing eight sextarii, POxy.1896.19 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτάξεστος — ὀκτάξεστος, ον (Α) αυτός που περιέχει οκτώ ξέστες, οκτώ σεξταρίους, αρχαία μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ζέστης, μονάδα μετρήσεως υγρών και στερεών] … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek